- πυργοειδεῖς
- πυργοειδήςlike a towermasc/fem acc plπυργοειδήςlike a towermasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Πατάν — Πόλη του Νεπάλ, στην κοιλάδα Κατμαντού. Είναι κέντρο χειροτεχνικής παραγωγής υφασμάτων, ταπήτων, αντικειμένων μεταλλοτεχνίας και ξυλογυπτικής. Αποτελεί μια από τις αρχαιότερες πόλεις του Νεπάλ. Διατηρεί μέχρι σήμερα τη μεσαιωνική του όψη, με… … Dictionary of Greek